συμπαρόντος

συμπαρόντος
συμπάρειμι 1
sum to be present also
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνεπευθύνω — Α διευθύνω ή οδηγώ κάποιον ή κάτι και εγώ επίσης («θεοῡ συμπαρόντος καὶ συνεπευθύνοντος ἀρχὰς μεγάλων πραγμάτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπευθύνω «οδηγώ σ ένα σημείο, διευθύνω, διοικώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”